ονείρωξη

ονείρωξη
[-ις (-εως)] η мед. поллюция

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ονείρωξη" в других словарях:

  • ονείρωξη — (Ιατρ.). Εκσπερμάτωση στη διάρκεια του ύπνου, που συχνά συμβαίνει σε συνδυασμό με κάποιο όνειρο σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι όμως δυνατό να οφείλεται και σε νευρική υπερδιέγερση, αυνανισμό ή παρατεταμένη εγκράτεια. * * * η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και …   Dictionary of Greek

  • ονείρωξη — η αθέλητη έξοδος σπέρματος κατά τον ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνειρώξῃ — ὀνειρώξηι , ὀνείρωξις dreaming fem dat sg (epic) ὀνειρώσσω dream aor subj mid 2nd sg ὀνειρώσσω dream aor subj act 3rd sg ὀνειρώσσω dream fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενυπνιάζομαι — (AM ένυπνιάζω και ἐνυπνιάζομαι) (νεοελλ. μόνο το μέσ., αρχ. και μσν. και το ενεργ.) βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι μσν. μέσ. 1. οραματίζομαι 2. παθαίνω στον ύπνο ονείρωξη, ρεύση, εκσπερματώνω …   Dictionary of Greek

  • ενυπνιασμός — ἐνυπνιασμός, ο (Μ) 1. ενυπνίασις 2. ονείρωξη, εκσπερματισμός κατά τον ύπνο …   Dictionary of Greek

  • εξονειρωγμός — ἐξονειρωγμός, ο (Α) [εξονειρώσσω] ονείρωξη, ακούσια εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο …   Dictionary of Greek

  • εξονειρωκτικός — ἐξονειρωκτικός, ή, όν (Α) [εξωνειρώσσω] αυτός που παθαίνει συχνά ονείρωξη …   Dictionary of Greek

  • εξονειρώσσω — ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α) παθαίνω ονείρωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»] …   Dictionary of Greek

  • ονειρίασμα — το [ονειριάζομαι] 1. εμφάνιση σε όνειρο 2. ονείρωξη …   Dictionary of Greek

  • ονειριάζομαι — και νειριάζομαι [όνειρο] 1. ονειρεύομαι 2. παθαίνω ονείρωξη …   Dictionary of Greek

  • ονειρωγμός — ὀνειρωγμός, ὁ (Α) [ονειρώττω] η ονείρωξη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»